- χρονικό
- το / χρονικόν, ΝΜΑαφήγηση, απλώς, ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειράνεοελλ.1. (στη δημοσιογρ.) σύντομο σχολιασμένο ρεπορτάζ για γεγονότα τής επικαιρότητας («το χρονικό τής ημέρας»)2. στον πληθ. τα χρονικάπεριοδική έκδοση εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή άλλου ιδρύματος, με αναλύσεις, άρθρα και άλλες αναφορές για τις δραστηριότητες του («κυκλοφόρησαν τα χρονικά τού Λυκείου τών Ελληνίδων»)3. φρ. «αστρονομικά χρονικά»αστρον. συλλογές παρατηρήσεων από έτος σε έτος, τις οποίες οι επερχόμενες γενιές πλουτίζουν με νέες ανακαλύψειςνεοελλ.φρ. «Πάριο χρονικό» — βλ. Πάριοςνεοελλ.-μσν.φρ. α) «Χρονικόν τού Μορέως» — έμμετρο χρονικό, στο οποίο ο άγνωστος συγγραφέας του αφηγείται την κατάληψη τής Πελοποννήσου από τους Φράγκους και το οποίο αποτελεί αξιόλογη πηγή πληροφοριών για την περίοδο τής φραγκοκρατίαςβ) «Πασχάλιον χρονικόν»(βυζ. φιλολ.) βλ. πασχάλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. χρονικός].
Dictionary of Greek. 2013.